- ζαχαροζυμωμένος
- -η, -ο και ζαχαροζύμωτος, -η, -ο1. ζυμωμένος με ζάχαρη2. μτφ. γλυκός, ευχάριστος («λόγια και γέλια και φιλιά ζαχαροζυμωνένα», Ερωφ.)3. μτφ. (για γυναίκα) όμορφη και γλυκιά («Πανώρια, κορασίδα μου ζαχαροζυμωμένη», Πανώρ.).
Dictionary of Greek. 2013.